- ψωμάς
- ο, θηλ. ψωμάδαινα, Ν1. αρτοποιός2. ψωμοφάγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμί + κατάλ. -άς (πρβλ. γαλατ-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψωμάς — ο πληθ. άδες, αρτοποιός, αρτοπώλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ψωμάς, Σταμάτης — Γεννήθηκε το τελευταίο τέταρτο του 18ου αι. στην Άνδρο. Σπούδασε στην Πίζα και μετά το τέλος των σπουδών του χρησιμοποιήθηκε από την ηγεσία της Επανάστασης σε διάφορες εμπιστευτικές υπηρεσίες σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα. Επί I. Καποδίστρια,… … Dictionary of Greek
Вениамин (Патриарх Константинопольский) — Патриарх Вениамин Πατριάρχης Βενιαμίν … Википедия
Manolis Psomas — Personal information Date of birth 11 November 1978 (1978 11 11) (age 32) Place of birth … Wikipedia
-άς — κατάληξη αρσενικών προσηγορικών ονομάτων. Χαρακτηρίζει πρόσωπα και χρησιμοποιείται συχνά στη νέα Ελληνική στον σχηματισμό επαγγελματικών ονομάτων ή άλλων δηλωτικών του ιδιοκτήτη, κατασκευαστή ή πωλητή κ.λπ. (πρβλ. γαλατάς, ζευγάς, καλαμαράς,… … Dictionary of Greek
αρτοποιός — ο (Α αρτοποιός) αυτός που κατασκευάζει άρτο, ο ψωμάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + ποιός < ποιώ] … Dictionary of Greek
γουναράς — και γούναρης και γουνάρης, ο 1. τεχνίτης ή βιομήχανος γουναρικών 2. έμπορος γουναρικών. [ΕΤΥΜΟΛ. γουναράς < γουνάρης, αναλογικά προς ονόματα δηλωτικά επαγγελμάτων σε άς* (πρβλ. γαλατάς, ψωμάς) ή κατ ευθείαν < γούνα + κατάλ. αράς* (πρβλ.… … Dictionary of Greek
επώνυμο — Το όνομα της οικογένειας ή του οίκου που συνοδεύει το προσωπικό όνομα. Στους αρχαίους πολιτισμούς της ανατολικής Μεσογείου, στο προσωπικό όνομα προσέθεταν μερικές φορές το όνομα του πατέρα. Στους Άραβες, π.χ., Μοχάμετ ιμπν Άφαν και στους Εβραίους … Dictionary of Greek
ψωμάδαινα — η, Ν βλ. ψωμάς … Dictionary of Greek
ψωμάδικο — το, Ν αρτοποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμάς, άδες + κατάλ. ικο (πρβλ. φαγ άδ ικο)] … Dictionary of Greek